- ἐξαρτωμένη
- ἐξαρτάωhang uponpres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)ἐξαρτάωhang uponpres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λάβα — Μάγμα που χύνεται πάνω στη γήινη επιφάνεια από τους ηφαιστειακούς αγωγούς. Πρόκειται για λειωμένη μάζα, που παρουσιάζει μια σχετική ρευστότητα, εξαρτώμενη είτε από τη θερμοκρασία είτε από τη χημική της σύσταση. Ο όρος λ. χρησιμοποιείται ακόμη για … Dictionary of Greek
λαβά — Μάγμα που χύνεται πάνω στη γήινη επιφάνεια από τους ηφαιστειακούς αγωγούς. Πρόκειται για λειωμένη μάζα, που παρουσιάζει μια σχετική ρευστότητα, εξαρτώμενη είτε από τη θερμοκρασία είτε από τη χημική της σύσταση. Ο όρος λ. χρησιμοποιείται ακόμη για … Dictionary of Greek
παράκτιος — α, ο / παράκτιος, ία, ον, θηλ. και ος, ΝΑ αυτός που βρίσκεται κοντά στην ακτή νεοελλ. φρ. α) «παράκτιοι οργανισμοί» βιολ. οργανισμοί που ζουν στις παράκτιες περιοχές και υφίστανται την επίδραση τής παλίρροιας β) «παράκτιος πυρετός» (κτηνιατρ.)… … Dictionary of Greek
πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… … Dictionary of Greek
προαίρεση — η / προαίρεσις, έσεως, ΝΜΑ [προαιροῡμαι] 1. η ενδόμυχη ψυχική τάση για κάτι, επιθυμία, πρόθεση (α. «ό,τι έκανε, τό έκανε από αγαθή προαίρεση» β. «ἡ κατὰ προαίρεσιν κίνησις», Αριστοτ.) 2. (στον Αριστοτ.) η απόφαση την οποία παίρνει κανείς μετά από … Dictionary of Greek
πυξίδα — Όργανο το οποίο, βασιζόμενο σε μαγνητικές και μηχανικές ιδιότητες, παρέχει άμεσο προσανατολισμό προς σταθερές κατευθύνσεις, όπως είναι ο γήινος μαγνητικός άξονας ή ο άξονας περιστροφής της Γης. Η αρχαιότερη και πιο διαδεδομένη εφαρμογή της π.… … Dictionary of Greek
ραδιοαστρονομία — Κλάδος της αστρονομίας, που ασχολείται με τη μελέτη των ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών, οι οποίες εκπέμπονται στη συχνότητα των ραδιοκυμάτων από τον Ήλιο, τους αστέρες και τη διαστρική ύλη και που μπορούν να γίνουν αντιληπτές με ραδιοφωνικούς… … Dictionary of Greek
σπινθηριστής — Ηλεκτρική διάταξη παραγωγής σπινθήρων. Αποτελείται βασικά από δύο ηλεκτρόδια, συνήθως μορφής ακίδας, μεταξύ των οποίων εκσπά ηλεκτρικός σπινθήρας, όταν η ηλεκτρική τάση που εφαρμόζεται σ’ αυτά υπερβεί μια ορισμένη τιμή, εξαρτώμενη από την… … Dictionary of Greek
στεροειδο-5α-ρεδουκτάση — η, Ν ένζυμο που καταλύει την εξαρτώμενη από το ανηγμένο φωσφορικό νικοτιναμιδο δινουκλεοτίδιο αναγωγή τής τεστοστερόνης σε 5α διϋδροτεστοστερόνη … Dictionary of Greek
ψυχιατρική — Κλάδος της ιατρικής, που έχει ως αντικείμενο την κλινική μελέτη των ψυχικών νοσημάτων και τη θεραπεία τους. Η ψ. ως επιστήμη είναι σχετικά πρόσφατη, αν και οι ψυχικές διαταραχές ήταν γνωστές από τους αρχαιότατους χρόνους και διάσημοι γιατροί και… … Dictionary of Greek